- ορθόγωνο
- το(γεωδ·)όργανο γωνιοχάραξης, δηλ. μεταφοράς από το χαρτί στο έδαφος, ορθής γωνίας ή και άλλου ανοίγματος γωνιών καθώς και ευθυγραμμίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + γωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γωνιοκατοπτρόπρισμα — το πρισματικό ορθόγωνο το οποίο χαρακτηρίζεται ως πεντάπρισμα … Dictionary of Greek
γωνιόπρισμα — το πρισματικό όργανο ή πρισματικό ορθόγωνο το οποίο χαρακτηρίζεται ως τριπλευρικό πρίσμα … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek